- φωνίς
- -ίδος, η, ΝΑ, και φωνίδα Ννεοελλ.μετρολ. άλλη ονομασία τής μονάδας φωναρχ.φωνίον*.[ΕΤΥΜΟΛ. < φωνή + κατάλ. -ίς, -ίδος (πρβλ. πινακ-ίς / -ίδα). Η λ. ως επιστημον. όρος τής Νέας Ελληνικής είναι αντιδάνεια, πρβλ. γαλλ. phone (< φωνή)].
Dictionary of Greek. 2013.